- ἐπίρριμμα
- ἐπίρριμμαwinding-sheetneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίρριμμα — ἐπίρριμμα, τὸ (Α) [επιρρίπτω] 1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι για να τό καλύψει 2. κατάπλασμα 3. το εξωτερικό ένδυμα δούλου (αμφίβολη ερμην. διαφορετική γραφή: ἐπίρραμμα*) … Dictionary of Greek
ἐπιρρίμματος — ἐπίρριμμα winding sheet neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)